- κωλάντερο
- τοτο τελευταίο μέρος του παχιού εντέρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωλάντερο — το το τελευταίο μέρος τού παχέος εντέρου, το απευθυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + άντερο] … Dictionary of Greek
κωλόντερο — κωλόντερο, τὸ (Μ) κωλάντερο* … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
μεσόκωλον — μεσόκωλον, τὸ (Α) 1. το μέσο τού κώλου, τού μέλους 2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα το τμήμα τού μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον] … Dictionary of Greek
μονέντερον — μονέντερον, τὸ (Μ) το κωλάντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἔντερον] … Dictionary of Greek